- δυστυχημάτων
- δυστύχημαpiece of ill luckneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιλιάς — και Ιλιάδα, η (Α Ἰλιάς, άδος) [Ίλιος] ο τίτλος τού μεγάλου έπους τού Ομήρου αρχ. 1. ως κύριο όν. ἡ Ἰλιάς επίθ. τής Αθηνάς 2. φρ. α) «Ἰλιὰς γῆ» η γη τής Τροίας β) «Ἰλιὰς γυνή» η γυναίκα που κατάγεται από την Τροία 3. παροιμ. «κακῶν Ἰλιάς»… … Dictionary of Greek
Λέρνα — και Λέρνη, η (AM Λέρνα και Λέρνη) ονομασία αρχαίας πόλης και ελώδους λίμνης στην Αργολίδα, κοντά στο σημερινό χωριό Μύλοι αρχ. 1. φρ. «Λέρνη θεατῶν» (για θέατρο) πλήθος θεατών 2. παροιμ. «Λέρνα κακιῶν» άβυσσος δυστυχημάτων … Dictionary of Greek
αλκοτέστ — (alcotest, νεολογισμός από σύνθεση των λέξεων alcohol + test). Διαδικασία ελέγχου της ποσότητας αλκοόλ (οινοπνεύματος) που υπάρχει στο αίμα, σε μια δεδομένη στιγμή. Γίνεται με ειδική συσκευή ανίχνευσης και εφαρμόζεται κυρίως σε οδηγούς τροχοφόρων … Dictionary of Greek